ήμισυς

ήμισυς
-εια, -υ και μισός, -ή, -ό (AM ἥμισυς, -εια, -υ, Μ και ἥμισος, -η, -ον, Α δωρ. τ. ἅμισυς, -εια, -α και ιων. θηλ. ἡμισέη και ἡμισέα)
1. αυτός που αποτελεί το ένα από δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ο μισός
2. το ουδ. ως ουσ. το ήμισυ
το ένα δεύτερο ενός ποσού ή μεγέθους
νεοελλ.
φρ. α) «εξ ημισείας» — μισά μισά, από μισά ο καθένας
β) «το τρυφερό ήμισυ» — η σύζυγος
γ) «το έτερον ήμισυ» — ο ένας από τους συζύγους
αρχ.
1. μτφ. ο μη πλήρης, ο μη άρτιος («τέλεον και οὐδ' ἥμισυν δεῑ τὸν νομοθέτην εἶναι», Πλάτ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἥμισυ και τὰ ἡμίσεα
μισά, κατά το ήμισυ
3. (το θηλ. ως ουδ.) ἡ ἡμίσεια (ενν. μοῑρα)
το μισό μέρος («τῇ ἡμισείᾳ τῆς γῆς», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- (< *sēm (i)
βλ. ημι-) + -συς (< -τυς, με συριστικοποίηση
το -τυς μαρτυρείται στον κρητικό τ. ημι-τύ-εκτον). Ο τ. ήμυ-συς (με -υ-), που μαρτυρείται σε επιγραφή του 5ου αιώνα, είναι προϊόν προληπτικής αφομοιώσεως, το δε αρκαδικό ήμισσον (με -σσ-) προήλθε από -τFον
παραμένει ανερμήνευτο το αι- στο λεσβιακό αίμισυς. Ο τ. ήμισυς πρέπει να ήταν ουσιαστικό που χρησιμοποιήθηκε αργότερα ως επίθ. Στη ΝΕ χρησιμοποιείται συχνότερα το μισός, που προήλθε από το ήμισυς
το τελευταίο στη μσν. εποχή έλαβε καταλήξεις αναλογικά προς τα επίθετα σε -ος (ο ήμισ-ος, τού ημίσ-ου κ.λπ.), πράγμα που οδήγησε στον καταβιβασμό του τόνου (ήμισος > *ημισός) κατά τα απλός, μονός, διπλός. Έτσι, το άτονο πια αρχικό η- τής λ. σιγήθηκε.
ΠΑΡ. αρχ. ημίνα, ημισ(ε)ιάζω
αρχ.-μσν.
ημισεύω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ημισύδουλος, ημισύθλαστος, ημισυμερίτης, ημισύπηχυς, ημισύτριτον, ημισυχοίνιξ, ημισύχοιρος
(Β' συνθετικό) αρχ. διήμισυς, εφήμισυς, πεταπλασιεφήμισυς, τετραπλασιεφήμισυς, τριπλασιεφήμισυς, υπερήμισυς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἥμισυς — half masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δυοῖν παρόντοιν ἢμισυς λόγος πάρα. — См. Не спеши карать, спеши выслушать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἡμίσεα — ἥμισυς half neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἥμισυς half fem nom/voc sg (epic ionic) ἥμισυς half neut acc pl (epic ionic) ἥμισυς half neut nom pl (epic ionic) ἡμίσεια neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίση — ἥμισυς half neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἥμισυς half neut acc pl (attic epic doric ionic) ἥμισυς half neut nom pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμισέων — ἥμισυς half masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ἥμισυς half neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ἡμίσεια neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμισίων — ἥμισυς half masc/neut gen pl (doric) ἥμισυς half neut gen pl (doric) ἡμίσιος demigod masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίσεαι — ἥμισυς half fem nom/voc pl (epic ionic) ἥμισυς half fem nom pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίσει — ἥμισυς half masc/neut dat sg ἡμίσεϊ , ἥμισυς half masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίσειαι — ἥμισυς half fem nom/voc pl ἥμισυς half fem nom pl ἡμίσεια fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίσεσι — ἥμισυς half masc/neut dat pl ἥμισυς half neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”